Περί βιβλίων και καθημερινότητας

"Αν δεν ελέγξεις το μυαλό σου, θα το κάνει κάποιος άλλος." Τζον Άλστον

Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

Έρνεστ Χέμινγουεϊ: Θα νιώθω τρομερά μόνος


Ernest Miller Hemingway (1899-1961)
Στις 2 Ιουλίου, στο σπίτι του, στο Κέτσαμ, του Αϊντάχο,
με αυτοπυροβολισμό στο κεφάλι - με τον ίδιο τρόπο που
είχε αυτοκτονήσει και ο πατέρας του - ενώ είχε προηγηθεί
άλλη απόπειρα την άνοιξη της ίδιας χρονιάς

Όλη η θλίψη της πόλης έφθασε ξαφνικά μαζί με τις πρώτες κρύες βροχές του χειμώνα και δεν υπήρχαν πια στέγες στα ψηλά άσπρα σπίτια καθώς περπατούσες, παρά μόνον η υγρή μαυρίλα του δρόμου και οι κλειστές πόρτες των μικρών μαγαζιών, οι μικροπωλητές των βοτάνων, τα χαρτοπωλεία και τα περίπτερα με τις εφημερίδες, η μαμμή - δευτεροκλασάτη -, και το ξενοδοχείο όπου είχε ξεψυχήσει ο Βερλαίν, εκεί που κι εγώ κρατούσα ένα δωμάτιο στον τελευταίο όροφο για να δουλεύω.

Ήταν έξι ή οκτώ σκάλες μέχρι τον τελευταίο όροφο, έκανε πολύ κρύο και ήξερα πόσο πολύ θα κόστιζαν μια δεσμίδα από μικρά κλαράκια, τρία συρματόδετα δεμάτια σχισμένου πεύκου σε μέγεθος μισού μολυβιού για ν' αρπάξουν φωτιά από τα κλαράκια, και ακόμα ένα δεμάτι μισόστεγνα μακριά σκληρά ξύλα που έπρεπε να αγοράσω για να κάνω μια φωτιά που θα ζέσταινε το δωμάτιο. Έτσι πήγα στην απέναντι πλευρά του δρόμου και μες τη βροχή σήκωσα το βλέμμα στη στέγη για να δω αν λειτουργούσε καμμιά καμινάδα και κατά πού πήγαινε ο καπνός. Καπνός δεν υπήρχε και σκέφθηκα πόσο κρύα θα ήταν η καμινάδα και πιθανόν δεν θα τραβούσε και ίσως το δωμάτιο γέμιζε καπνό, και τα καύσιμα θα ξοδεύονταν άσκοπα, και μαζί μ' αυτά και τα χρήματα, κι έτσι συνέχισα να περπατώ μες στη βροχή. 
(A moveable Feast - A Good Café on the Place St.-Michel)

μτφ: Ιωάννα Μοάτσου Στρατηγοπούλου




"Το ψάρι είναι φίλος μου" είπε δυνατά. "Δεν έχω ξαναδεί ούτε έχω ξανακούσει για κανένα τέτοιο ψάρι". Όμως πρέπει να το σκοτώσω. Πάλι καλά που δεν είμαστε αναγκασμένοι να σκοτώσουμε τ' αστέρια"
Φαντάσου να έπρεπε κάθε μέρα κάποιος να προσπαθεί να σκοτώσει το φεγγάρι, συλλογίστηκε. Το φεγγάρι σώνεται και χάνεται. Φαντάσου όμως να ήταν αναγκασμένος κάθε μέρα κάποιος να προσπαθεί να σκοτώσει τον ήλιο; Γεννηθήκαμε τυχεροί, σκέφτηκε.
Τότε, λυπήθηκε το μεγάλο ψάρι που δεν είχε τίποτα να φάει μα η απόφασή του να το σκοτωσει δεν κλονίστηκε στιγμή από τη λύπησή του για αυτό. Πόσους ανθρώπους θα ταΐσει, σκέφτηκε. Όμως αξίζουν να το φάνε; Όχι βέβαια. Κανείς δεν είναι άξιος να το φάει, έτσι όπως φέρεται, και έτσι περήφανο που είναι.
Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα, σκέφτηκε. Όμως πάλι καλά που δεν είμαστε αναγκασμένοι να προσπαθήσουμε να τα βάλουμε με τον ήλιο, το φεγγάρι ή τ' αστέρια. Φτάνει που ζούμε από τη θάλασσα και σκοτώνουμε τα αληθινά μας αδέλφια.
(Ο γέρος και η θάλασσα)

"Άκου" είπα. "Στο ξαναλέω. Δεν μεταφέρω τίποτα που να μιλάει. Το λαθραίο αλκοόλ δεν μιλάει. Οι νταμιτζάνες δεν μιλάνε. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα που δεν μιλάνε. Οι άνθρωποι δεν μιλάνε".
(Να έχεις και να μην έχεις)
"Ναι" είπε ο Τόμας Χάντσον. "Θα νιώθω τρομερά μόνος".
Μελαγχόλησε αμέσως μόλις έφυγαν τα αγόρια. Όμως σκέφθηκε ότι εκείνα θεωρούσαν φυσιολογική τη μοναχικότητά του κι έτσι συνέχισε να δουλεύει. Το τέλος του κόσμου ενός ανθρώπου δεν έρχεται όπως απεικονίζεται σ' έναν από τους σπουδαίους πίνακες του κυρίου Μπόμπι. Έρχεται όταν ένα παιδί από το νησί σού φέρνει ένα τηλεγράφημα από το τοπικό ταχυδρομείο και σου λέει: "Παρακαλώ υπογράψτε στο αποσπώμενο κομμάτι του φακέλου. Λυπούμαστε πολύ, κύριε Τομ".
(Νησιά της Καραϊβικής)

Ήταν ένα 256 Μάνλιχερ Σενάουερ με την παλιά κάννη των δεκαοχτώ ιντσών, απ' αυτά που δεν επιτρεπόταν πλέον να πωλούνται. Ο κόπανος και ο βραχίονας είχαν πάρει το χρώμα του καρυδιού από το λάδι και το τρίψιμο, και η κάννη, επειδή τριβόταν μήνες στη θήκη της σέλας, ήταν γυαλιστερή, δίχως ίχνος σκουριάς.
(Νησιά της Καραϊβικής)

μτφ: Κατερίνα Παπαδημάτου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου